- καζανόκαρφο
- το заклёпка (металлическая)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζανόκαρφο — το καρφί καζανιού, πριτσίνι … Dictionary of Greek
πριτσίνωμα — το, Ν πριτσινάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριτσίνι «καζανόκαρφο» + κατάλ. ωμα (< ρ. σε ώνω)] … Dictionary of Greek